διεύθυνση επικοινωνίας delios2010@gmail.com

16 Μαρ 2011

Φορολογικό νομοσχέδιο: Ενστάσεις συνταγματικότητας

Σοβαρές ενστάσεις για τη συνταγματικότητα ορισμένων διατάξεων του φορολογικού νομοσχεδίου αλλά και για την υπερφορολόγηση των μερισμάτων διατυπώνει στην έκθεση της η επιστημονική επιτροπή της Βουλής.
Ειδικότερα για το καθεστώς φορολογίας των μετοχών και των μερισμάτων που επιβάλονται με το άρθρο 14
του νομοσχεδίου η επιτροπή επισημαίνει τα εξής

-«Με τις διατάξεις του προτεινόμενου άρθρου τροποποιείται ο τρόπος φορολογίας των μερισμάτων που διανέμονται από ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμούς, καθώς και των κερδών που διανέμονται από εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και λοιπά νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 παρ. 1 τουΚΦΕ.

Συγκεκριμένως, καταργείται το σύστημα καταλογισμού (imputation)φόρου που είχε εισαχθεί με το άρθρο 13 του ν. 3842/2010 και επανέρχεται, διαφοροποιημένο, το σύστημα διαφορισμού (schedular) των εισοδημάτων,
το οποίο ίσχυσε στην Ελλάδα υπό το καθεστώς του ν. 3697/2008 με αυξημένο από 10% σε 25% τον συντελεστή φόρου, με την καταβολή του οποίου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση (για τα διαφορετικά συστήματα φορο-
λογίας των διανεμόμενων κερδών από νομικά πρόσωπα, βλ. έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του ν. 3842/2010). Σύστημα διαφορισμού της φορολογίας των μερισμάτων εφαρμόζουν τα περισσότερα κράτη
της Ευρώπης [Αλβανία με συντελεστή 10%, Αυστρία με συντελεστή 25%, Βέλγιο με συντελεστή 25% (και υπό προϋποθέσεις 15%), Γαλλία με υπαγωγή σε φόρο με τις γενικές διατάξεις του 40% του ληφθέντος μερίσματος και
απαλλαγή του υπολοίπου, Γερμανία με συντελεστή 25%, Δανία με κλιμακωτούς συντελεστές 28%, 43% και 45%, Ισπανία με συντελεστή 18%, Ιταλία με συντελεστή 12,5% (ορισμένες κατηγορίες μερισμάτων όμως φορολογού-
νται με τις γενικές διατάξεις με συντελεστή έως 49,72% επί του 40% τουληφθέντος μερίσματος), Κάτω Χώρες με συντελεστή 30% (και υπό προϋποθέσεις 15%), Λιθουανία με συντελεστή 20%, Λουξεμβούργο με συντελεστή15%, Νορβηγία με συντελεστή 28%, Ουγγαρία με συντελεστή 25% (και 10%για μερίσματα από μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά), Πολωνία μεσυντελεστή 19%, Πορτογαλία με συντελεστή 20% (ή με υπαγωγή σε φόρο
με τις γενικές διατάξεις του ημίσεως του ληφθέντος μερίσματος), Ρουμανίαμε συντελεστή 16%, Σλοβενία με συντελεστή 20%, Σουηδία με συντελεστή 30%, και Φινλανδία με συντελεστή 19,6% (28% επί του 70% του ληφθέντος
μερίσματος). Στοιχεία αφορώντα τη χρήση 2010].


Περαιτέρω, διατηρούνται στοιχεία συστήματος καταλογισμού με την πρόβλεψη (παράγραφοι 1 και 6) ότι, αν ο δικαιούχος των μερισμάτων ή των κερδών είναι φυσικό πρόσωπο «και ο υψηλότερος συντελεστής φορολογίας
της κλίμακας του άρθρου 9 που προκύπτει μετά τη συνάθροιση των μερισμάτων ή των κερδών με τα λοιπά εισοδήματα είναι μικρότερος του 25%, με την (…) παρακράτηση δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου, αλλά τα υπόψη μερίσματα ή κέρδη φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις και το πιστωτικό υπόλοιπο φόρου επιστρέφεται».

Παρατηρείται, καταρχάς, ότι η χρήση του όρου «πιστωτικό υπόλοιπο φόρου» αντί του όρου
«παρακρατηθείς φόρος» δημιουργεί προβληματισμό ως προς το εάν, πέραντου παρακρατηθέντος φόρου, θα επιστρέφεται και ποσό εταιρικού φόρου.

Περαιτέρω, από τις (ανωτέρω) ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 6 προκύπτειότι, στα φυσικά πρόσωπα, η δυνατότητα επιστροφής του παρακρατηθέντοςφόρου υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις (συντελεστής κλίμακας μικρότερος του 25%) παρέχεται μόνο εφόσον το μέρισμα ή τα κέρδη καταβλήθηκαν από ημεδαπό νομικό πρόσωπο και όχι όταν καταβλήθηκαν από αλλοδαπό νομικό πρόσωπο. Υπό το φως των αποφάσεων του ΔΕΚ της 6-3-2007 στην υπόθεση C-292/04 (Meilicke), της 7-9-2004 στην υπόθεση C-319/02 (Manninen) και της 15-7-2004 στην υπόθεση C-315/02 (Lenz), η ανωτέρω ρύθμιση δεν βρίσκεται σε αρμονία με την ελευθερία κίνησης των κε-
φαλαίων, όταν τα κέρδη διανέμονται από εταιρείες που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τον ΕΟΧ (βλ., συναφώς, και την Ανακοίνωση τηςΕπιτροπής σχετικά με τη φορολογία μερισμάτων φυσικών προσώπων στην
Εσωτερική Αγορά, 19-12-2003, COM(2003) 810 τελικό, παρ. 3.2.2.2.).

 Εν προκειμένω, συμφώνως προς τα άρθρα 63 και 65 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην άρθρα 56 και 58 ΣυνθΕΚ), θα πρέ-πει να παρέχεται δυνατότητα επιστροφής του παρακρατηθέντος φόρου (ή μη καταβολής του) και στις ανωτέρω περιπτώσεις μερισμάτων ή κερδών καταβαλλόμενων από εταιρείες που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τον ΕΟΧ. Επίσης, δημιουργείται προβληματισμός ως προς το πώς θα
λειτουργήσει το δικαίωμα επιστροφής του παρακρατηθέντος φόρου σε μετόχους φυσικά πρόσωπα που φορολογούνται με συντελεστή μικρότερο του 25%, όταν αυτοί είτε είναι κάτοικοι εξωτερικού και λαμβάνουν μέρισμα από ημεδαπές εταιρείες είτε είναι κάτοικοι Ελλάδος και λαμβάνουν μέρισμα από εταιρείες που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τον ΕΟΧ. Ενόψει δε και του ότι, κατά το άρθρο 63 της Συνθήκης για τη λειτουργία της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην άρθρο 56 ΣυνθΕΚ), η ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων απαγορεύει περιορισμούς της κίνησης κεφαλαίων τόσο μεταξύ κρατών μελών όσο και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, τίθεται ζή-
τημα εφαρμογής των ανωτέρω ρυθμίσεων και σε κέρδη που διανέμονται από εταιρείες που εδρεύουν σε τρίτες χώρες.

Με τις παραγράφους 5 και 8 ορίζεται ότι για τα μερίσματα και τα κέρδηπου διανέμονται σε φυσικό πρόσωπο, κάτοικο Ελλάδας, από αλλοδαπή ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης «και τα οποία παραμέ-
νουν στην αλλοδαπή, ο δικαιούχος του εισοδήματος αποδίδει ο ίδιος τον οφειλόμενο φόρο με την υποβολή δήλωσης, μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε στην αλλοδαπή η καταβολή ή η πίστωση». Ε-
πισημαίνεται ότι η ρύθμιση δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία με τα άρθρα 26 παρ. 3 και 28 παρ. 4 περ. δ΄ του ΚΦΕ (όπως προστίθεται με την παράγραφο 16 του υπό εξέταση άρθρου), συμφώνως προς τα οποία, χρόνος
κτήσης του σχετικού εισοδήματος είναι ο χρόνος είσπραξής του (και όχι ο χρόνος πίστωσής του στα βιβλία της εταιρείας που το διανέμει).

Με την παράγραφο 11 ορίζεται ότι οι διατάξεις για την επιβολή παρακρατούμενου φόρου με συντελεστή 25% επί των διανεμόμενων κερδών εφαρμόζονται αναλογικώς και για «τα κέρδη που εξάγει ή πιστώνει μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής επιχείρησης στην Ελλάδα προς την έδρα της ή σε άλλη μόνιμη εγκατάστασή της στην αλλοδαπή». Θα μπορούσε να υπάρξει προβληματισμός ως προς την εξομοίωση από φορολογικής πλευράς της διανομής κερδών από ημεδαπή εταιρεία με την εξαγωγή κερδών από μόνιμη εγκατάσταση, υπό την έννοια της μεταφοράς κεφαλαίων εκτός Ελλάδος, χωρίς πίστωσή τους υπέρ της έδρας της ή άλλης μόνιμης εγκατάστασης.

 Εν προκειμένω, ενδεχομένως υφίσταται διακριτική μεταχείριση υπέρ των ημεδαπών εταιρειών, οι οποίες δεν υπάγονται σε φόρο σε αντίστοιχη περίπτωση μεταφοράς κεφαλαίων στο εξωτερικό, χωρίς πίστωσή τους υπέρ των μετόχων τους (ως μέρισμα), δεν υπάγονται σε φόρο".

Με αυτή τη γνωμάτευση η Επιτροπή καθιστά σαφές ότι μόνο στην Ελλάδα οι μετοχές υπερφορολογούνται ακόμη και στην περίπτωση μακροχρόνιας διακράτησης τους

Αιχμές για τον οικονομικό εισαγγελέα

Επί των άλλων διατάξεων οι βασικές αιχμές της επιστημονικής επιτροπής αφορούν στη λειτουργία του νέου θεσμού του οικονομικού εισαγγελέα για τον οποίον η επιτροπή ζητεί να καθορισθούν οι αρμοδιότητες με Προεδρικό Διάταγμα κι όχι
Οπως αναφέρεται στην έκθεση:
-"Η δυνατότητα σύστασης, συμφώνως προς το άρθρο 2 παρ. 1 του Νομοσχεδίου, με υπουργική απόφαση, Υπηρεσιακής Μονάδας του Γραφείου Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, όπως επίσης και η σύσταση των αναγκαίων θέσεων επιστημονικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού του Γραφείου, δεν μπορούν να θεωρηθούν ειδικότερα θέματα ούτε θέματα με τεχνικό ή λεπτομερειακό χαρακτήρα κατά την προεκτεθείσα έννοια,
διότι αφορούν ζητήματα που άπτονται του πυρήνα της οργάνωσης και λειτουργίας των δομών αυτών, χωρίς να ρυθμίζονται ούτε σε γενικές γραμμές από την εξουσιοδοτική διάταξη του Νσχ.

Συνεπώς, ορθό είναι η εξειδίκευση των ανωτέρω ζητημάτων να γίνει με προεδρικό διάταγμα και όχι με υπουργική απόφαση".

Το απόρρητο

Επί του άρθρου 2 παρ. 8 με την προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπεται ότι ο εισαγγελέας οικονομι-
κού εγκλήματος και οι εισαγγελείς που τον επικουρούν δεν υπόκεινται στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί απορρήτου.

Επισημαίνεται ότι το επαγγελματικό απόρρητο των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 212 ΚΠΔ προστατεύεται και δια της απαγόρευσης κατάσχεσης εγγράφων που περιέχουν μυστικά σχετικά με το λειτούργημα αυτών των προσώπων και της συνακόλουθης απαγόρευσης της αξιοποίησής τους (βλ. Κωνσταντινίδη Α., Έρευνες και κατασχέσεις σε δικηγορικά γραφεία, ΠοινΧρον ΜΕ σελ. 878). Συνεπώς, η προστασία του επαγγελματικού
απορρήτου εκτείνεται και σε έγγραφα που σχετίζονται με την επικοινωνία συνηγόρου-κατηγορουμένου, το απαραβίαστο της οποίας θεμελιώνεται, πέραν του επαγγελματικού απορρήτου, στην αρχή της δικαστικής ακρόασης,
κατά μίαν άποψη, ή στην αρχή της υπεράσπισης και, κατ’ επέκταση, στην αρχή του κράτους δικαίου, κατ’ άλλη άποψη (βλ., σχετικώς, Κωνσταντινίδη Α.,

Η θέση του συνηγόρου υπερασπίσεως στην ποινική δίκη, 1992 σελ. 202 επ.).

Επειδή στα καθήκοντα του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος ανήκει η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης όχι μόνο για φορολογικά εγκλήματα αλλά και για οικονομικά εγκλήματα σε βάρος του δημοσίου
(παρ. 3 του άρθρου 6 του Νσχ), η αποδέσμευση του εισαγγελέα από το επαγγελματικό απόρρητο του συνηγόρου ενδεχομένως θίγει το απαραβίαστοτης επικοινωνίας συνηγόρου - κατηγορουμένου και τις αρχές στις οποίες ε-
δράζεται.

Για τους φορολογικούς ελέγχους

Η επιστηυμονική επιτροπή εκφράζει ακόμη επιξυλάξεις για τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2 με το οποίο ορίζεται ότι η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου, και ζητείται η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης βάσει των πορισμάτων του φορολογικού ελέγχου ανεξαρτήτως του αν έχει ασκηθεί προσφυγή, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση β΄ της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 2523/1997, εφόσον ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος παραγγείλει την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης. Περαιτέρω προβλέπεται ότι, αντιθέτως, η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου ή την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στην περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 17 και στην περίπτωση β΄ της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 2523/1997, εφόσον ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος δεν παραγγείλει την άμεση άσκηση ποινικής
δίωξης. Το άρθρο 21 παρ. 10 του ν. 2523/1997 προβλέπει ότι η παραγραφή των εγκλημάτων των άρθρων 17 και 18 αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της ασκηθείσας προσφυγής ή από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Στο μέτρο που το χρονικό σημείο άσκησης της ποινικής δίωξης για τα εγκλήματα της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 17 εξαρτάται από την απόφαση του Εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, θα εμφανισθεί
το φαινόμενο να ασκείται ποινική δίωξη για έγκλημα, ενώ δεν έχει αρχίσει η παραγραφή του.

Η απεξάρτηση της ποινικής δίωξης για τα εγκλήματα των άρθρων 17, υπό τον όρο της ανωτέρω αναφερθείσας παραγγελίας του Εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος για άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, και 18, από την εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου μπορεί, εν όψει της διατηρούμενης διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997περί δέσμευσης των ποινικών δικαστηρίων από την τελεσίδικη κρίση των διοικητικών δικαστηρίων για το ύψος των αποκρυβέντων εισοδημάτων και των φόρων που πρέπει να αποδοθούν στο δημόσιο, να έχει ενίοτε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας έως την έκδοση τελεσίδικης
απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου.

Οι ποινές για φοροδιαφυγή

Δια του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχ. ια΄ του Νσχ αντικαθίσταται η παράγραφος 8 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 και προβλέπεται ότι, μεταξύ άλλων, γιατα πλημμελήματα του άρθρου 157 παρ. 1 περ. α΄ και β΄ του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001) δεν επιτρέπεται αναστολή ή μετατροπή της ποινής σε περίπτωση δεύτερης και κάθε περαιτέρω υποτροπής, ενώ, για τη μετατροπή της ποινής, κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από 20
έως 100 ευρώ. Επειδή στην περ. α΄ εδ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 157 προβλέπεται η λαθρεμπορία ασήμαντης αξίας αντικειμένου που προορίζεται γιαπροσωπική ανάλωση ή χρήση, η οποία μάλιστα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 1 μηνός, ίσως θα ήταν σκόπιμο η φράση «157 παράγραφος 1 περ. α΄ και β΄» να αναδιατυπωθεί ως εξής: «157 παράγραφος 1 περ. α΄ εδ. α΄ και περ. β΄».

Επί του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχ. ιβ΄

Με την προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπεται ότι για τα κακουργήματα του ν. 2523/1997 και για την κακουργηματική μορφή της λαθρεμπορίας, ως συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης κατά την έννοια του άρθρου 497 παρ. 8 ΚΠΔ νοείται και η εκ μέρους του κατηγορουμένου καταβολή όλων ή μέρους των οφειλόμενων δασμών, φόρων κ.λπ. με τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις. Στο μέτρο που η καταβολή των φόρων κ.λπ. γίνεται υπό τους όρους του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 2523/1997, δεν εφαρμόζονται οιποινικές διατάξεις του νόμου αυτού. Αν γίνεται υπό τους όρους του άρθρου 158 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, αποτελεί λόγο μη άσκησης της ποινικής δίωξης ή οριστικής της παύσης. Ανεξαρτήτως της νομικής φύσης της καταβολής των φόρων ή των δασμών (βλ. Θ. Παπακυριάκου, Φορολογικό Ποινικό Δίκαιο, 2005, σελ. 350, 356), και στις δυο περιπτώσεις αποτελεί συ-
μπεριφορά του κατηγορουμένου που έπεται της τέλεσης της πράξης. Σημειωτέον ότι στο περιεχόμενο της έννοιας «συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης», ανήκουν, λ.χ., η κατά συνήθεια ή κατ’ επάγγελμα τέλεση
και οι λοιπές περιστάσεις του τρόπου, χρόνου, τόπου και μέσων που συνόδευσαν την εκτέλεσή του, η φύση, το είδος, το αντικείμενο του εγκλήματος, το μέγεθος της βλάβης ή του κινδύνου για έννομα αγαθά που προκλήθηκε
από το έγκλημα (βλ. Θ. Δαλακούρα, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοίόροι, 1998, σελ. 54). Επισημαίνεται ότι, επειδή η έννοια των «συγκεκριμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πράξης» απαντά και στο άρθρο 282  παρ. 3 ΚΠΔ, στο οποίο πλέον προβλέπονται για την επιβολή της προσωρινής κράτησης σχεδόν απολύτως όμοια κριτήρια με εκείνα του άρθρου 497 παρ.  8 ΚΠΔ, λόγω της κοινής βάσης των θεσμών της προσωρινής κράτησης και
του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης, που είναι το τεκμήριο αθωότητας (βλ. Χαραλαμπάκη Α., Ειδικά προβλήματα ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως, ΠοινΧρον ΜΖ, σελ. 164, Συμεωνίδη Δ., Το ανα-
σταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων στην ποινική δίκη, 1999, σελ. 384), η διάσπαση της ερμηνείας της έννοιας ενδεχομένως να οδηγήσει σε σύγχυση κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατά-
ξεων.

10 χρόνια φυλακή για παθητική δωροδοκία

Με την προτεινόμενη ρύθμιση τροποποιείται το άρθρο 235 παρ. 2 ΠΚ και προβλέπεται ότι η παθητική δωροδοκία είναι κακούργημα αν ο δράστης έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω προτείνεται να τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ο υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών αν ζητήσει ωφέλημα μη οικονομικής φύσης για μελλοντική ή τελειωμένη υπηρεσιακή ενέργεια, ανεξαρτήτως του
αν το έλαβε και ανεξαρτήτως της φύσης της υπηρεσιακής ενέργειας, χάριν της οποίας το ζήτησε (άρθρο 235 παρ. 1, 2 Π.Κ.), ενώ ο υπάλληλος άλλου υπουργείου τιμωρείται με ποινή ενός έτους έως πέντε ετών αν ζητήσει ή λάβει ωφέλημα αξίας 70.000 ευρώ χάριν υπηρεσιακής ενέργειας. Δεν είναι προφανής ο λόγος διαφοροποίησης της ποινικής μεταχείρισης των ανωτέρω περιπτώσεων.

11. Επί του άρθρου 8 παρ. 1

Με την παράγραφο 4 του νέου άρθρου 67Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 2238/1994, ορίζεται ότι το σύνολο των δικαιωμάτων ελέγχου που παρέχονται από τα άρθρα 66, 67 και67Α του ΚΦΕ στους προϊσταμένους των ελεγκτικών υπηρεσιών θα έχει εφεξής και η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών (κατ’ ακρίβεια, ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων).

Πέραν δε αυτών, θα έχει δικαίωμα να διατάσσει και επανέλεγχο για οποιαδήποτε φορολογική υπόθεση.
Η διάσπαση του επί μακρόν ισχύοντος κανόνα της αποκλειστικής αρμοδιότητας του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας (ΔΟΥ, Ελεγκτικό Κέντρο, κ.λπ.) για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου, με τη θέσπι-
ση παράλληλης και γενικής αρμοδιότητας υπέρ του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων, σε συνδυασμό με το γενικό δικαίωμα επανελέγχου που του αναγνωρίζεται, εισάγει εξαίρεση από την «ιδιαίτερη οριστικότητα» που διέπει τη διοικητική πράξη επιβολής φόρου (ως ειδικότερης έκφρασης της αρχής της βεβαιότητας του φόρου), απόρροια της οποίας είναι το μη ανακλητό της πράξης επιβολής του φόρου και η απουσία
ιεραρχικού ελέγχου, προς αποφυγή πιέσεων από ιεραρχικά προϊστάμενα όργανα (βλ. Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, 2008, σελ. 626-628).

Περαιτέρω, δεν διευκρινίζεται ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες για τον φορολογούμε-
νο από τον επανέλεγχο ήδη οριστικοποιημένης υπόθεσής του.

12. Επί του άρθρου 8 παρ. 4

Προβλέπεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία φορολογούμενος παραλείψει να υποβάλει περιοδική δήλωση ΦΠΑ, η φορολογική αρχή μπορεί να εκδώσει προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου, χωρίς τη διενέργεια
ελέγχου, βασιζόμενη αποκλειστικά στον μέσο όρο των στοιχείων των περιοδικών δηλώσεων των προηγούμενων τριών φορολογικών περιόδων. Η προτεινόμενη ρύθμιση, σε συνδυασμό με το άρθρο 38 παρ. 2 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας που κυρώθηκε με τον ν. 2859/2000, το οποίο ορίζει ότι μετά την καταχώριση της πράξης προσδιορισμού ΦΠΑ στα οικεία βιβλία της ελεγκτικής υπηρεσίας είναι απαράδεκτη η υποβολή αρχικής δήλωσης, ενδεχομένως δεν βρίσκεται σε αρμονία με τιςρυθμίσεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-11-2006 σχετικώς με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας. Εξ άλλου, από την αιτιολογική έκθεση του Νσχ δεν προκύπτει να έχει ακολουθηθεί η διαδικασία χορήγησης άδειας παρέκκλισης του άρθρου 395 της ανωτέρω Οδηγίας.

Συνταγματική η απόφαση για τη λίστα οφειλετών

Με τις προτεινόμενες διατάξεις προβλέπεται η υπό προϋποθέσεις δημοσιοποίηση σε δικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών των στοιχείων ταυτότητας φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές άνω των 150.000 ευρώ ή φέρονται να έχουν διαπράξει συγκεκριμένες παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=390023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου