διεύθυνση επικοινωνίας delios2010@gmail.com

26 Απρ 2011

Μνήμη και φόβος

Tου Νικου Κωνστανταρα
Πριν από έναν χρόνο, στις 5 Μαΐου, οι Ελληνες κοίταξαν μέσα στην άβυσσο και ύστερα απέστρεψαν το βλέμμα. Τρεις εργαζόμενοι σε κατάστημα της Τράπεζας Μαρφίν, στο κέντρο της πρωτεύουσας, έπεσαν θύματα επίθεσης με βόμβες μολότοφ την ώρα που η Βουλή επικύρωνε συμφωνία δανεισμού και η Ελλάδα δεσμευόταν να αλλάξει πορεία και οι πολίτες νοοτροπία. Οι τρεις ήταν θύματα της μοιραίας αδυναμίας των Ελλήνων να δημιουργήσουν μια λειτουργική χώρα και να περιφρουρήσουν τα υπέρτατα αγαθά της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δημοκρατίας.

Δεκαεπτά μήνες νωρίτερα, ένας έφηβος είχε πέσει νεκρός από σφαίρα αστυνομικού, κι αυτός θύμα της ανομίας και της ανευθυνότητας, της έλλειψης δομών που θα κρατούσαν τους πολίτες σε πολιτισμένη ισορροπία. Ο αστυνομικός δεν είχε κανέναν λόγο να βγάλει όπλο και να πυροβολήσει προς μια παρέα νέων, όσο και αν είχε προκληθεί - αν είχε προκληθεί. Λειτούργησε σαν τρελαμένος παλικαράς, όχι ως επαγγελματίας και δημόσιος λειτουργός. Σε αντίδραση, για τρεις μέρες τον Δεκέμβριο του 2008, οργισμένοι νέοι πυρπόλησαν το κέντρο της Αθήνας. Το όνομα του θύματος -Αλέξης Γρηγορόπουλος- χαράχτηκε στη μνήμη του τόπου, και ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε πολύχρονη φυλάκιση. Η οργή που προκάλεσε ο φόνος, και η ατιμωρησία αυτών που έκαψαν την Αθήνα, ενθάρρυναν την περαιτέρω εξάπλωση της βίας, με αποτέλεσμα την πυρπόληση τράπεζας γεμάτης εργαζόμενους κατά τη διάρκεια διαδήλωσης.
Σήμερα, λίγο πριν από την επέτειο του θανάτου τους, πόσοι θυμούνται τους τρεις της Οδού Σταδίου; Η τραγωδία τρόμαξε πολλούς και προκάλεσε έντονες συζητήσεις ανάμεσα στις ομάδες που συνηθίζουν να δείχνουν έμπρακτα την αντίθεσή τους στις κρατικές δομές, και σίγουρα απέτρεψε πολλούς πολίτες από συμμετοχή σε διαδηλώσεις. Αλλά κανείς δεν συνελήφθη και λίγοι συζητούν πλέον το θέμα. Ηταν σαν να μην μπορούσαμε να εστιάσουμε στο πρόβλημα· προτιμήσαμε να κάνουμε πως δεν το είδαμε, πως δεν το θυμόμαστε. Ενας λαός που περηφανεύεται για την «ιστορική μνήμη» του απέδειξε, για άλλη μια φορά, πόσο επιλεκτική είναι αυτή η μνήμη.
Αυτή είναι θλιβερή παραδοχή ήττας της κοινωνίας: δεν έχουμε τη θεσμική δυνατότητα να αποτρέψουμε ή να τιμωρήσουμε το έγκλημα· ως άτομα και ως κοινωνία, δεν έχουμε το σθένος να απαιτήσουμε δυνατές δομές και μετά, με όποιο κόστος, να τις στηρίξουμε. Σαν να πιστεύουμε ότι η δημοκρατία είναι δεδομένη, ότι δεν απαιτεί συλλογική και προσωπική ευθύνη. Κράτος, κοινωνία και πολίτες, έκαναν ό,τι μπορούσαν να ξεχάσουν τους φόνους στην τράπεζα. Γιατί; Ισως είχε δίκιο ο Φρόιντ, ο οποίος (στο δοκίμιο «Ψυχολογία της μάζας και ανάλυση του εγώ», του 1920) υποστήριξε ότι μόνο η αγάπη εξευμενίζει την προσωπική επιθετικότητα ανάμεσα στα μέλη της ομάδας. Ελλείψει αρχηγών στους οποίους μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη για τις ικανότητές τους και για το ενδιαφέρον τους για κάθε μέλος της κοινωνίας, δεν μπορούμε να νιώσουμε δεσμούς αγάπης ή φιλίας με τον διπλανό μας. Στην αρχαιότητα, η «φιλία» ήταν ο δεσμός που καθόριζε τις υποχρεώσεις και τα προνόμια μιας σχέσης, κι ας μην ήταν σε «ίση» θέση οι δύο πλευρές (όπως στο ανδρόγυνο, για παράδειγμα). Οταν αυτή η σχέση έσπαγε, ακολουθούσε η καταστροφή. Σήμερα, πόσοι έχουν αυτήν την αγάπη, πόσοι τηρούν τέτοια φιλία; Από τις πληγές των ανθρώπων και της κοινωνίας παίρνουμε την απάντησή μας.
Μέσα σε αυτήν την προσωπική ανασφάλεια και τη γενική καχυποψία, με θεσμούς που επανειλημμένως φάνηκαν αδύναμοι, προτιμούμε τη λήθη και την απομόνωση από την ευθύνη που απαιτεί η πραγματικότητα και η συλλογικότητα. Πώς να υπερασπιστούμε όσα έχουν αξία όταν βυθιζόμαστε στη λήθη; Οταν δεν θυμόμαστε, δεν ελπίζουμε· όταν δεν ελπίζουμε, δεν επαναστατούμε. Πόσο θα κρατήσει ο φόβος και η αμηχανία μπροστά στα άλυτα προβλήματα; Γνωρίζουμε όλοι ότι τα κενά μας δεν είναι μόνο οικονομικά, ότι όσες οικονομικές θυσίες και αν κάνουμε, αν δεν απαιτήσουμε τη θεσμική θωράκιση της κοινωνίας και τον εξορθολογισμό της Δημόσιας Διοίκησης, δεν θα πετύχουμε καμία ανόρθωση. Το πρώτο βήμα είναι να ξυπνήσουμε, να θυμηθούμε, να δούμε τι μας φοβίζει, τι θαυμάζουμε σε άλλους και τι επιδιώκουμε. Να δώσουμε ο ένας το χέρι στον άλλο.
Παρασκευή Ζούλια, Αγγελική Παρασκευοπούλου, Επαμεινώνδας Τσάκαλης. Πέρυσι τέτοιες μέρες ήταν ανάμεσά μας. Με τους αγαπημένους τους. Στο σπίτι. Στη δουλειά. Στην Ανάσταση.
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_2_23/04/2011_1295038

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου