διεύθυνση επικοινωνίας delios2010@gmail.com

2 Απρ 2016

Το ανήμερο θεριό παραμονεύει όταν όλα καταρρέουν

Παντού στον κόσμο σήμερα υπάρχει η αίσθηση του τέλους μιας εποχής, ένα βαθύ προαίσθημα για τη διάλυση των σταθερών, κατά το παρελθόν, κοινωνιών. Σύμφωνα με τους αθάνατους στίχους του ποιήματος «Η Δεύτερη Έλευση» του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς:

«Τα πάντα γίνονται κομμάτια• το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ;»
(Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης)

Ο Γέιτς έγραψε αυτούς τους στίχους τον Ιανουάριο του 1919, δύο μήνες μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενστικτωδώς αισθάνθηκε ότι η ειρήνη σύντομα θα έδινε τη θέση της σε ακόμη μεγαλύτερες φρίκες.

Σχεδόν 50 χρόνια μετά, το 1967, η αμερικανίδα δοκιμιογράφος Τζόαν Ντίντιον επέλεξε την φράση «Μουντά βαδίζοντας προς τη Βηθλεέμ» ως τίτλο για τη συλλογή δοκιμιών της πάνω στις κοινωνικές κρίσεις του τέλους της δεκαετίας του '60. Κατά τους δώδεκα μήνες που ακολούθησαν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο Ρόμπερτ Κένεντι δολοφονήθηκαν, σε πόλεις των ΗΠΑ ξέσπασαν ταραχές και οι γάλλοι φοιτητές εξεγέρθηκαν προκαλώντας την ανατροπή, έναν χρόνο αργότερα, του προέδρου Σαρλ Ντε Γκολ.

Έως τα μέσα της δεκαετίας του '70, η Αμερική είχε χάσει τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, η (οργάνωση) Γουέδερ Αντεργκράουντ, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός και ιταλοί νεοφασίστες τρομοκράτες πραγματοποιούσαν επιθέσεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Και η αποπομπή του Προέδρου Νίξον γελοιοποίησε τις δημοκρατικές αξίες της Δύσης.

Πέρασαν άλλα πενήντα χρόνια και ο κόσμος στοιχειώνεται για ακόμη μια φορά από τον φόβο μιας αποτυχίας της δημοκρατίας. Μπορούμε να αντλήσουμε κάποια διδάγματα από τις προηγούμενες περιόδους υπαρξιακής αμφιβολίας;

Στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, όπως και στα τέλη των δεκαετιών του 1960 και του 1970, και σήμερα ξανά, η απελπισία για την πολιτική συνδέθηκε με την απογοήτευση για την αποτυχία κάποιου οικονομικού συστήματος. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο καπιταλισμός φαινόταν καταδικασμένος εξαιτίας των αφόρητων ανισοτήτων, του αποπληθωρισμού και της μαζικής ανεργίας. Κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ο καπιταλισμός έδειχνε να καταρρέει για τους αντίθετους λόγους: εξαιτίας του πληθωρισμού και της αρνητικής αντίδρασης των φορολογούμενων και των επιχειρηματικών συμφερόντων κατά των αναδιανεμητικών πολιτικών.

Το μοτίβο αυτών των επαναλαμβανόμενων κρίσεων δεν σημαίνει ότι κάποιος φυσικός νόμος επιφέρει μια σχεδόν κατάρρευση του παγκόσμιου καπιταλισμού κάθε 50 ή 60 χρόνια. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο δημοκρατικός καπιταλισμός είναι ένα εξελισσόμενο σύστημα που ανταποκρίνεται στις κρίσεις μεταλλάσσοντας ριζικά τόσο τις οικονομικές σχέσεις όσο και τους πολιτικούς θεσμούς.

Κατ' επέκταση θα πρέπει να εκλάβουμε τη τρέχουσα αναταραχή ως μια προβλέψιμη απάντηση στην κατάρρευση, το 2008, ενός συγκεκριμένου μοντέλου του παγκόσμιου καπιταλισμού. Κρίνοντας από την εμπειρία του παρελθόντος, ένα πιθανή έκβαση θα μπορούσε να είναι μια δεκαετία ή και περισσότερο ενδοσκόπησης και αστάθειας με τελική κατάληξη μια νέα διευθέτηση όσον αφορά τόσο την πολιτική όσο και την οικονομία.  

Εάν ο κόσμος είναι ιδιαίτερα περίπλοκος και απρόβλεπτος με αποτέλεσμα  τόσο οι αγορές όσο και οι κυβερνήσεις να αδυνατούν να επιτύχουν κοινωνικούς στόχους, τότε πρέπει να σχεδιαστούν νέα συστήματα ελέγχου και εξισορρόπησης ούτως ώστε οι πολιτικές αποφάσεις να περιορίζουν τα οικονομικά κίνητρα και αντίστροφα. Εάν ο κόσμος είναι απρόβλεπτος και χαρακτηρίζεται από ασάφεια, τότε οι προ κρίσης οικονομικές θεωρίες - ορθολογικές προσδοκίες, αποτελεσματικότητα των αγορών, ουδετερότητα του χρήματος - πρέπει να αναθεωρηθούν.  

Οι άνθρωποι αισθάνονται πως οι ηγέτες τους έχουν ισχυρά οικονομικά εργαλεία που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Χρήματα θα μπορούσαν να τυπωθούν και να διανεμηθούν απευθείας στους πολίτες. Οι κατώτατοι μισθοί θα μπορούσαν να αυξηθούν για να μειωθούν οι ανισότητες. Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να επενδύσουν στις υποδομές και την καινοτομία με μηδενικό κόστος. Η ρύθμιση του τραπεζικού κλάδου θα μπορούσε να ενθαρρύνει, αντί να περιορίζει, τη χορήγηση δανείων.  

Αλλά η εφαρμογή τέτοιων ριζοσπαστικών πολιτικών θα απαιτούσε την απόρριψη των θεωριών που κυριάρχησαν στην οικονομία από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, μαζί με τις θεσμικές ρυθμίσεις που βασίζονται σε αυτές, όπως η ευρωπαϊκή Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ελάχιστοι, ωστόσο, «υπεύθυνοι» άνθρωποι είναι ακόμα πρόθυμοι να θέσουν εν αμφιβόλω την προ κρίσης οικονομική ορθοδοξία.  

Το μήνυμα των σημερινών εξεγέρσεων είναι ότι οι πολιτικοί πρέπει να σκίσουν όλα τα προ της κρίσεως εγχειρίδια και να ενθαρρύνουν μια επανάσταση όσον αφορά τις οικονομικές θεωρίες. Εάν οι υπεύθυνοι πολιτικοί αρνηθούν, τότε κάποιο «ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του» θα το κάνει για αυτούς.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου